Παρασκευή 3 Απριλίου 2020

Κοσμά Πολίτη, Στου Χατζηφράγκου (απόσπασμα

Κοσμά Πολίτη, Στου Χατζηφράγκου (απόσπασμα)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Η ΜΑΛΛΙΑΡΗ ΠΕΤΡΑ ΚΑΙ Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

Τα παιδιά φέρανε την είδηση:
— Ζήτω! Νίκησε το ελληνικό καΐκι!
— Έρχουνται! Έρχουνται!
Το γυναικομάνι πετάχτηκε στα παραθύρια... Πολλές ξεπορτίσανε.
— Καλέ αλήθεια;
— Ποιοι έρχουνται, μωρέ;
Οι περισσότεροι άντροι λείπανε από το μαχαλά, είχανε πάει στο Κιαί – χαλασμός κόσμου εκεί κάτω, στο μουράγιο. Άδειασε η πολιτεία. Εφτά μεγάλα σάτια, δεμένα στην αράδα, κολλητά το ένα πίσω από τ' άλλο, ίδιος κάβος μες στη θάλασσα, μπρος στο καλοκαιρινό θέατρο του Κοκόλη, σημαιοστολισμένα με λογής λογής σινιάλα και με τούρκικες κι ελληνικές παντιέρες. Ο κόσμος τίγκα πάνω στα σάτια –είσοδος ένα τεσσαράκι– και πλημμύρα σε ούλο το μάκρος του Κιαί, από την Εδέμ και δώθε. Τζάμπα εδώ στο Κιαί, αν και είτανε το καλύτερο πόστο για να παρακολουθάς τις λεμβοδρομίες απ' το πλάι, σ' ολάκερη τη διαδρομή. Τα τραμβάγια δύσκολα περνούσανε. Ο τραμβαγιέρης κράταγε κάθε τόσο τ' αλόγατο, και με την τσαμπούρνα του αδιάκοπα στο στόμα, τσαμπούρναγε ολοένα για ν' ανοίξει δρόμο ανάμεσα στο πλήθος. Στα πλουσιόσπιτα του Κιαί, απ' τα μπαλκόνια, κοιτάζανε με κιάλια και με φισταλόγγες τι γινότανε στη θάλασσα, το κάθε σπίτι είχε σηκωμένη την παντιέρα της νατσιόνας του, άλλο ελληνικιά, άλλο φραντσέζικη, άλλο ιταλικιά, εγγλέζικη, ολλαντέζικη, γερμανικιά – και ούλα τα κονσολάτα το ίδιο. Και πέρα, πάνω από την πολιτεία, στο ψηλό σαντάρδο της ανέμιζε η ελληνικιά παντιέρα του προξενείου. Από τους τουρκομαχαλάδες όμως κι από την οβραιακή, μονάχα λιγοστοί νομάτοι κατεβήκανε. Μα οι Τούρκοι ζαμπίτηδες του λιμανιού, με τα φέσια τους και τα χρυσά γαλόνια, είταν κι αυτοί πάνω στο μεσιακό σάτι, καθισμένοι σε καρέκλες κάτω από την τέντα, μαζί με δυο τρεις κονσόλοι, τον Έλληνα πρόξενο, και τα δικά μας τα προσώπατα.
Οι ρωμιομαχαλάδες βουΐζανε από μέρες. Για τις τετράκουπες βάρκες δε γινότανε συζήτηση. Μονάχα οι βάρκες από τα δυο δικά μας αθλητικά σωματεία παίρνανε μέρος, καμιά τούρκικια ή φράγκικια δεν κόταγε να παραβγεί μαζί τους. Και όσο κι αν είτανε φανατικοί από τον ένα σύλλογο ή τον άλλο, το ενδιαφέρον κούρνιαζε περιορισμένο. Μονάχα μια χρονιά, οι φράγκοι του Σπόρτιγκ Κλούμπ βγήκανε στις τετράκουπες, μπαϊλντίσανε στα μισά και παρατήσανε τον αγώνα, και από τότε κάτσανε στ’ αυγά τους. Οι Αρμενέοι πάλι, είτανε αρκετά δυνατοί στο φουτμπώλ – όχι βέβαια, όσο οι Εγγλέζοι του Μπουρνόβα – μα δεν καταπιάνονταν πολύ σε άλλα αγωνίσματα. Μια χρονιά, ωστόσο, ο Κιρκόρ Εβρεμιάν είχε κερδίσει δευτεριά στη σφαιροβολία. Φέτος, σε τούτες τις λεμβοδρομίες, ανήμερα της Αναλήψεως, όπως κάθε χρόνο, πάλι ξεμυτίσανε οι φράγκοι. Βγήκε στις δίκουπες ο χοντρο-Ρικάρ, ο γιος του σπετσιέρη που είχε τη φραντσέζικια σπετσαρία στο Φραγκομαχαλά, μα έμεινε πίσω πάνω από εφτά βαρκιές, κι έπαθε μεγάλο ρεζιλίκι.
— Ε, ήσυχα παιδιά! Μη γιουχαΐζετε! Ντροπή! Αθλητικόν πνεύμα, αθλητικόν πνεύμα! – μπήκανε στη μέση τα προσώπατα της επιτροπής.
Ο χοντρο-Ρικάρ, απ' τη ντροπή του, δεν ξεμπάρκαρε στα σκαλάκια του μουράγιου, μα έκανε το γύρο και βγήκε πίσω από το Κουμερκάκι.
Η μεγάλη αγωνία, που μπαμπακιάζανε τα χείλια του κόσμου, των δικών μας και των Τούρκων, είτανε η λεμβοδρομία των βαρκάρηδων με τα τετράκουπα καΐκια, τέσσερα μίλια όλο μαζί, πηγεμός και γυρισμός. Επαγγελματίες βαρκάρηδες, ξεμπαρκάρανε τους επιβάτες από τα μεγάλα βιαστικά βαπόρια, τα ποστάλε, που δεν μπαίνανε μες στο λιμάνι, μόνο αράζανε μισό ή κι ένα μίλι στ' ανοιχτά. Κοντά σ' αυτό, λίγο ψαράδες, λίγο κατσιρματζήδες, λίγο νταβατζήδες στα καφέ σαντάν και τα καφέ αμάν του λιμανιού. Ποτισμένοι άρμη, ψημένα παλικάρια κι από τις δυο μεριές. Πέφτανε σε συναγωνισμό, είχανε κι αμάχη αναμεταξύ τους, Τούρκοι και Ρωμιοί νταήδες, πότε μαχαιρώνονταν, πότε κάνανε μαζί παρέα, μα σέβονταν και στιμάρανε την παλικαριά ο ένας τ' αλλουνού. Τα καΐκια είτανε βαριές βάρκες, πλώρη από πρύμη δεν ξεχώριζε, με μια μικρή κουβέρτα μπρος και πίσω στη μέση τέσσερις τραβέρσες, και πελώρια κουπιά, χοντρά, σαν κι αυτά στις βασιλικές βάρκες κι ακόμα πιο χοντρά, που δεν τα καλοχούφτιαζε το πασαένα χέρι.
Και τα δυο τελευταία χρόνια, το να πάνω τ' αλλού, οι Τούρκοι τα θεριά. Λαζοί μαυροθαλασσίτες, είχανε κερδίσει αυτή τη σπουδαία λεμβοδρομία και πήρανε τον αγέρα των δικών μας. Αχ! η πικροθάλασσα μας πότισε φαρμάκι.
Το λοιπόν, διηγηθήκανε τα παιδιά, κόσμος και ντουνιάς, λογής λογής παντιέρες, δυο μουσικές παίζανε πάνω στα σάτια, του δικού μας Ορφανοτροφείου και του Ινταντιέ, πότε η μία πότε η άλλη, ολόγυρα πήχτρα ο γιαλός, βαποράκια, βάρκες και καΐκια με πανιά – και ούλα τα βαποράκια, ως και τα βαπόρια μέσα στο λιμάνι, βαλθήκανε να σφυρίζουνε σαν έφτασε το δικό μας καΐκι πρώτο κι έγινε κοσμοχαλασιά.
Και, να! πάνω που το λέγανε, άρχισε να σφυρίζει κ' η μπουρού της φάμπρικας του Καλιδόνη εκεί κοντά.
— Καλέ, γιατί σφυρά η μπουρού σκολιάτικο; Σήμερα έχουνε μπαϊντός.
— Φαίνεται μάθανε την είδηση.
— Καλέ, αυτοί κάνουνε τσ' Εγγλέζοι. Πήραν Εγγλέζικια νατσιόνα.
— Το αίμα νερό δε γίνεται.
— Κατερίνα! παράτα το γατί σου και τρέχα να βγάλεις το τσουκάλι απ' τη φωτιά! πρόγγηξε το κοριτσάκι της η κώνα Στυλιανή.
Η μικρή κάθισε μια γροθιά του Περικλή, που έκανε να της τραβήξει τη μπουρμάδα, κι έφυγε για το σπίτι με το κίτρινο γατί στην αγκαλιά, ρίχνοντας πίσω της ματιές.
— Να δεις που θα βάρεσε τη μπουρού ο φύλακας της φάμπρικας, από εαυτού του. Ο Γιώργης ο Μαυροβουνιώτης.
Άδικα φυλαγότανε η Κατερίνα, γιατί ο Περικλής δεν την κυνήγησε, από φόβο της κώνα Στυλιανής.
Τα παιδιά, μια και τ' αφήσανε ήσυχα οι γυναίκες, τώρα που κουβεντιάζανε μεταξύ τους, ξαναρχίσανε το φωνοκόπι:
— Νικήσαμε! Έρχουνται! Έρχουνται!
— Μωρέ, ποιοι έρχουνται; ρώτησε η κυρα-Ντουντού.
— Φέρνουνε το καΐκι.
Και ξαναπήρανε φόρα, μιλώντας μια το ένα μια το άλλο. Σφυρίζανε τα βαποράκια, κ' η μουσική του Ορφανοτροφείου μας έπαιζε την ελληνικιά μάρσα και ούλοι βγάλανε τα καπέλα τους κ' οι Τούρκοι ζαμπίτηδες σταθήκανε με τα χέρια δεμένα μπροστά, κ' η μουσική του Ινταντιέ, του τούρκικου Πολυτεχνείου, λούφαξε, και τότε, μπλούμ! οι τέσσεροι απ’ το δικό μας το καΐκι πέσανε στη θάλασσα, να τη μαλαγανέψουνε, λέγανε, να τους ξαναχαρίσει τη νίκη, κι άλλοι απ' τις μαούνες πέφτανε στη θάλασσα, έτσι, με τα ρούχα, μπλούμ! – κ' οι Τούρκοι μονάχα που κοιτάζανε.
— Κι ο τιμονιέρης;
— Όχι, αυτός δεν έπεσε στη θάλασσα.
— Καλέ, φωνάξτε την κυρα-Λοξάντρα. Ο Παντελής της δεν είτανε ο τιμονιέρης;
— Καλέ, γιατί φέρνουνε το καΐκι;
— Κουβαλάνε μέσα σηκωτό τον Παντελή.
— Ηβοί! Τονε σκοτώσανε οι Τούρκοι;
Τα παιδιά μείνανε μ' ανοιχτό στόμα. Βέβαια τον Παντελή τον είχανε δει με τα μάτια τους ζωντανό. Στο μουράγιο, λέγανε θα τον φέρνανε σηκωτό για να τον τιμήσουνε – σ' αυτόν, λέγανε, χρωστάγαμε τη νίκη. Μα η ξαφνικιά ιδέα του θανάτου τα σάστισε. Για να το λένε αυτές, μπορεί να τον σκοτώσανε οι Τούρκοι. Μπορεί και να πέθανε, να, όπως πεθαίνουνε τόσοι και τόσοι –όχι τα παιδιά, όσο θυμούνται, ποτέ δεν πέθανε παιδί στο μαχαλά, μωρά, ναι, πεθαίνανε, μα παιδιά δέκα με δώδεκα χρονώ, ποτέ– μα τόσοι άλλοι να, προχτές ακόμα περάσανε την Ευανθία τη ράφτρα, γκιουζελίμ κοπέλα, με τα μαλλιά της ξέπλεκα, είχε πεθάνει, λέγανε, από χτικιό, με το ράψε ράψε...
Ο Σταυράκης του Αμανατζή το βρήκε του γούστου του να κουβαλάνε έναν πεθαμένο μέσα στο καΐκι. Χόντρυνε τη φωνή του:
— Τονε σκοτώσανε οι Τούρκοι! – κι έμπηξε μια στριγγλιά και το 'βαλε στα πόδια, και ξοπίσω του τ' άλλα παιδιά, κι ώσπου να προφτάσουνε οι γυναίκες να τους πουν δυο λόγια, είχανε στρίψει κιόλα το ντουρσέκι και χαθήκανε απ' τα μάτια τους.
— Ηβοί! Τονε σκοτώσανε οι Τούρκοι!
— Να, κοίτα το καρακόλι.
Απ' το καρακόλι, στην πέρα μεριά του Αλανιού, είχανε βγει δυο τρεις ζαπτιέδες κάτω απ' τις κολόνες και κοιτάζανε κατά δω. Ο γιούζμπασης στεκότανε στο παράθυρο.
Κι αλήθεια, μπορούμε να πούμε πως τη νίκη τη χρωστούσαμε στον Παντελή. Δεν είτανε θαλασσινός. Σχεδόν κανένας από του Χατζηφράγκου τ' Αλάνι δεν είχε νταραβέρια με τη θάλασσα. Δουλεύανε στα σύκα, σε φάμπρικες, άλλοι μικρομαγαζάτοροι κι άνθρωποι του τσαρσιού, υπάλληλοι σε μπακάλικα, σε μανιφατουριέρικα, γιαπιτζήδες, μαραγκοί. Δεν είτανε θαλασσινός ο Παντελής, δεκαεφτά χρονώ φαναρτζιδάκι, παραγιός στο φαναρτζίδικο του Αντρουλή. Κάποιες φορές καταπιανότανε μολύβια και διαβήτες, έφτιαχνε σχέδια πάνω στο χαρτί, τα κοίταζε, στραβομούριαζε, τα 'σκιζε, και ξανάρχιζε απ' αρχής. Γιατί όταν του καρφωνότανε μια ιδέα, δύσκολα την παρατούσε. Όλα τα καταφέρνεις με το νου, δεν είν' έτσι; Λες κ΄ ήθελε να τ' αποδείξει στον εαυτό του. Και σαν κατάφερνε κάτι –ας πούμε, ένα καινούργιο σχέδιο φαράσι, πιο πραχτικό– δεν περηφανευότανε γι' αυτό. Του είταν αρκετό πως είχε την απόδειξη της θεωρίας του. Στο μαχαλά, τ' άλλα παλικαράκια τον είχανε λιγάκι για σχολαστικό.
Στο λιμάνι πήγαινε καμιά φορά ν' ανταμώσει το μικροθειό του, που είχε μια όμορφη δουλειά: βουτηχτής. Κατέβαινε με το σκάφαντρο ή βούταγε γυμνός, ανάλογα που έκρινε την περίσταση, για να ξεμπλέξει τις άγκυρες των καραβιών αν τύχαινε να σκαλώσουν ανάμεσα στα βράχια του βυθού. Τον ρωτούσε για το ένα και για το άλλο, εξέταζε το σκάφαντρο, μελετούσε την αεραντλία, ποιος ξέρει τι έχοντας στο νου του. Αυτό, πριν καιρό. Γιατί τώρα τελευταία τον απασχολούσε το πρόβλημα να φτιάξει μια λάμπα με ασετυλίνα. Όπως και να 'ναι, πήγαινε πάντα κάπου κάπου κι έβρισκε το θειο του, γιατί του αρέσανε οι μυρωδιές και η ατμόσφαιρα του λιμανιού. Εκεί στον καφενέ, παρέα με το θείο Στέργιο, άκουγε τις κουβέντες των βαρκάρηδων. Όλοι τους από τους άλλους μαχαλάδες: Άι-Βούκλα, Ταμπάχανα, Μορτάκια, Χατζητσίρου. Είταν κατσούφηδες και δαγκωνόντουσαν για τη φετινή κούρσα, προπάντων που θα 'λειπε από το τσούρμο ο Βαγγέλης, τα πιο δυνατά μπράτσα του λιμανιού. Είχε μαχαιρώσει στο μερί τον Αλή Γκιουρέ το μαυροθαλασσίτη –τσακωθήκανε και τραβήξανε μαχαίρια– το μαχαίρι βρήκε τη μεγάλη φλέβα, κι ώσπου να τον μεταφέρουνε στα τούρκικα σπιτάλια, πέρα στο Μπαχρή Μπαμπά, ξεψύχησε απ' την αιμοραγία. Οι Τούρκοι είταν αφιονισμένοι, τον έφαγε ο γκιαούρ Βαγγέλ, θα παίρνανε το αίμα του πίσω. Μα το προξενείο πρόφτασε και φευγάτισε το Βαγγέλη, με φωκιανό τσερνίκι για τη Σύρα.
— Δεν κερδίζεις μονάχα με τα μπράτσα, είπε ο Παντελής στους δικούς μας. Χρειάζεται νους και λογαριασμός.
Ήξερε τι έλεγε, γιατί είχε δει τους βαρκάρηδες να τραβάνε κουπί δίχως ρέγουλα, σα να παραβγαίνανε αναμεταξύ τους ποιος θα τραβήξει πιο γρήγορα και πιο δυνατά. Εξηγώντας τους –υποστήριζε κι ο θειος του τα λεγόμενά του– τους κατάφερε να τον δοκιμάσουνε για τιμονιέρη. Κάνανε κάμποσες δοκιμές, την αυγή, πριν να τους πεδουκλώσει η δουλειά, εκείνους στο λιμάνι, αυτόν στο φαναρτζίδικο. Ορθός πάνω στην κουβέρτα της πρύμης, με το δοιάκι του τιμονιού ανάμεσα στα σκέλια, κράταγε το ρυθμό για τις κουπιές κουνώντας το πανωκόρμι του μπρος πίσω.
— Ούλοι μαζί! τους φώναζε, πάνω στο χούι του μπροστινού και στο δικό μου τον παλμό – και δος του κούναγε το πανωκόρμι του μπρος πίσω, μπρος πίσω.
Αρχινάς πολύ σιγανά, του αντιλέγανε, θα πάρουνε πολύ μπροστά οι Λαζοί και δε θα τους προκάνομε. Μα στην τρίτη τετάρτη δοκιμή, αρχίνησε να γρηγορεύει το ρυθμό ύστερ' από τη βόλτα, ώσπου το τελευταίο μισό μίλι το 'φερνε ώσαμε δυο κουπιές το δευτερόλεπτο, και το τσούρμο, αρκετά ξεκούραστο, το πήγαινε με τον ίδιο παλμό ώσαμε το τέρμα. Στο τέλος παραδεχτήκανε τη μαστοριά του.
Έτσι και σήμερα, σ' αυτή τη σπουδαία κούρσα, απ' όπου κρέμονταν οι νόμοι κ' οι προφήτες, άφισε τους Λαζούς και χυθήκανε μπροστά. Μα το καΐκι τους λόξευε κάθε τόσο, μια δεξιά, μια ζερβά – λες κ' είχανε τον κιορ Μεμέτ για τιμονιέρη.
[...]

[πηγή: Κοσμάς Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου. Τα σαραντάχρονα μιας χαμένης πολιτείας, επιμ. Peter Mackridge, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2007, σ. 7-12]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου