Τρίτη 28 Μαρτίου 2023

Ιπτάμενος ποδηλατάς- ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ

 

Ιπτάμενος ποδηλατάς


Φωτογραφία: Δημήτρης Τσουρτσούλας  

 

 

 Ζήτημα να έφτανε το ενάμιση μέτρο ύψος. Ώμους πλατιούς, μπράτσα όλο μυς, περπάτημα σβέλτο και καμαρωτό. Ο ποδηλατάς της γειτονιάς μας, ο Μήτσος, -Μητσάρα- τον φώναζαν όλοι. Έτσι, για να του προσδώσουν ύψος!

   Τα μαλλί, πλούσιο και σγουρό. Ατίθασες τούφες πέφτανε στο μέτωπό του. Σχεδόν του κρύβανε το δεξί μάτι εντελώς. Φρόντιζε βέβαια και ο ίδιος για το αποτέλεσμα αυτό, τινάζοντας κάθε λίγο και λιγάκι το κεφάλι με δύναμη, μπρος-πίσω. Στο ισόγειο του σπιτιού το ποδηλατάδικο. Δυο-τρία ποδήλατα για νοίκιασμα, γεμάτη η αυλή με εκείνα που του παρέδιδαν για επισκευή οι κάτοικοι όλης της περιοχής.

   Στον πάνω όροφο του ίδιου οικήματος έμενε η οικογένειά του. Η μάνα δηλαδή και η ανύπαντρη αδελφή, αρκετά μεγαλύτερή του. Ο πατέρας, πεθαμένος εδώ και πολλά χρόνια, είχε έλθει από τα Ιόνια νησιά, παλικάρι νέο και ωραίο, όπως παράδειχνε με καμάρι ο Μητσάρας, να πολεμήσει για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Γιος Μακεδονομάχου, λοιπόν. Γι’ αυτό και συχνά-πυκνά, όποτε έβρισκε ευκαιρία, φορούσε την στολή του πατέρα και πήγαινε στην εκκλησιά ή σε εορταστικές εκδηλώσεις. Λόγω ύψους, ούτε στρατιώτης δεν είχε πάει ο ίδιος...

   Στην τέχνη του ποδηλατά πάντως, ήταν άφταστος. Δεν διόρθωνε μόνο τα χαλασμένα σαράβαλα που του πηγαίνανε οι πελάτες. Δημιουργούσε. Όλο φαντασία, τη μια έφτιαχνε ποδήλατα με δύο σέλες, αντικριστά η μία με την άλλη, άλλοτε τρίτροχα με μία ρόδα μικροσκοπική μπροστά και δύο πελώριες πίσω, και... και.... Ατελείωτες ποδηλατοσυνθέσεις!

   Η αδελφή καπελού ήταν. Και πρέπει να έβγαζε καλό μεροκάματο, γιατί κατείχε την τέχνη άριστα. και η τελευταία λέξη της μόδας τον καιρό εκείνο, ήθελε όλες τις παντρεμένες να φορούν καπέλο. Τις ελεύθερες, μόνο ψάθινα καπελάκια το καλοκαίρι. Εξαίρεση η ελεύθερη Ευδοξία. Πάντα καπελωμένη κυκλοφορούσε. Έτσι διαφήμιζε και το προϊόν της. Ο Μητσάρας, μάλλον έβαζε χέρι στις οικονομίες της αδελφής, γιατί ο ίδιος από τη δουλειά του δεν έβγαζε πολλά. Άλλωστε, δεν του έμενε πολύς χρόνος ελεύθερος. Οι συνθέσεις και ποδηλατικές εφευρέσεις τού έπαιρναν ώρες ολόκληρες. Καλλιτεχνικές φύσεις τα δύο αδέλφια, μια χαρά περνούσαν, ο καθένας στον τομέα του.

   Η επίσκεψη ενός συγγενούς από την πατρική γη έγινε αφορμή για να καρφωθεί στο μυαλό του Μητσάρα η επίμονη σκέψη ότι θα μπορούσε με τις γνώσεις και τη μαεστρία του στις κατασκευές, μαζί με την βοήθεια της μερακλούς αδελφής, να κατασκευάσει μία πτητική μηχανή. Με δυο λόγια: να πετάξει!

   Ο ξάδελφος αυτός δύο μέρες μόνο φιλοξενήθηκε στο σπίτι τους. Όλη την ώρα όμως, για τους αρχαίους μύθους της Ελλάδας μιλούσε. Ναυτικός ο ίδιος, πολυταξιδεμένος, ήξερε απ` έξω κι ανακατωτά τη ζωή και τα κατορθώματα των ηρώων όλων. Μέσα σ’ αυτούς ανέφερε και την ιστορία του Δαίδαλου και του Ίκαρου κι εκεί ήταν που κόλλησε ο Μητσάρας. Να γίνει κι αυτός ένας σύγχρονος Ίκαρος, όχι βέβαια με κέρινα φτερά. Οι ποδηλατικές ακτίνες και ένα παλιό ύφασμα αλεξίπτωτου θα ήταν η πρώτη ύλη για το πτητικό μηχάνημα. Κάτι σαν ιπτάμενο καπέλο ονειρευόταν...

   Η πρώτη του δουλειά, το σκιτσάρισμα του υπερμεγέθους καπέλου. Η πιλοποιός Ευδοξία δοκίμαζε στον ελεύθερο χρόνο της, πάνω σε ρετάλια, να βρει τρόπο να εφαρμόσει το σχέδιο του υφασμάτινου μέρους του ακτινωτού καπέλου.

   Πήρε αρκετό χρόνο και στους δύο να φέρουν σε πέρας το ιπτάμενο καπέλο. Βρέθηκε μετά από πολλή σκέψη και ο τρόπος στήριξής του στο κεφάλι του Μητσάρα. Σαν αλεξίπτωτο έμοιαζε, σε πολύ πιο μικρό μέγεθος και με πτυσσόμενες ακτίνες ποδηλάτων να στηρίζουν το υφασμάτινο μπαλόνι.

   Επόμενο βήμα, η επιλογή του κατάλληλου μέρους για την πτήση του Μητσάρα. Αποκλείστηκε το μπαλκόνι του πρώτου ορόφου. Έψαχνε κάτι πιο εντυπωσιακό και παράτολμο, φυσικά!

   Ένα πλάτωμα στον γειτονικό λόφο θεωρήθηκε ιδανικό. Γέμισε ο χώρος πιο κάτω από όλους τους φίλους και γνωστούς αλλά και απ’ όλον τον παιδόκοσμο της πόλης. Προνοητική η Ευδοξία, είχε προμηθεύσει τους στενούς φίλους με μία μεγάλη κουβέρτα και τους παρακάλεσε να στηθούν ακριβώς κάτω από το πλάτωμα και να την κρατούν τεντωμένη, μήπως και κάτι πάει στραβά...

   Στραβά πήγαν όλα, και μόνο χάρη στην στοργική αδελφή, τον μάζεψαν οι φίλοι ολόκληρο.

   Τα κομμάτια του αλεξίπτωτου, στόρια έγιναν για τα παράθυρα του Μητσάρα. Δεν ήθελε για πολύν καιρό, ούτε να βλέπει έξω, ούτε να τον δει κανείς...Έπαψε και να παίρνει μέρος στις παρελάσεις με την στολή του Μακεδονομάχου...

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Σεβρολέτ Σεντάν Ντελίβερι - Chevrolet Sedan Delivery

 

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Σεβρολέτ Σεντάν Ντελίβερι - Chevrolet Sedan Delivery


ΟΔΟΣ 21.2.2019 | 974


Παρά δέκα εκατό. Τόσα χρόνια πέρασαν από τότε που εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην πόλη μας. Και μάλιστα, όχι κανένα σαράβαλο, απ’ αυτά που συνήθως έβλεπες να κυκλοφορούν στους δρόμους της πρωτεύουσας και άλλων, σχετικά μεγάλων αστικών κέντρων της χώρας. Απαστράπτουσα λιμουζίνα ήταν, με όλες τις χάρες μιας αριστοκρατικής αρχόντισσας της Δύσης. Μαύρη, επιβλητική και κομψότατη σε γραμμή και στυλ, την έβλεπες και σου έδινε την εντύπωση ότι βρισκόσουν σε κάποια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, ή ακόμη και στη μητρόπολη του κόσμου, τη Νέα Υόρκη. Όσο για τον οδηγό, έναν πολύ καλοστημένο νέο, σου ενέπνεε ένα είδος θαυμασμού και απόλυτης εμπιστοσύνης. Στα χέρια του και στο όχημά του δεν κινδύνευες από τίποτα και από κανέναν. Το πρώτο ταξί λοιπόν. Φυσικά, όταν πρωτοεμφανίστηκε, φρόντισαν να το χρησιμοποιήσουν, έστω και για μια μικρή βόλτα στον κεντρικό δρόμο, όλοι οι κάτοικοι της πόλης μας· εννοείται, όσων το πουγγί μπορούσε να σηκώσει τέτοια πολυτέλεια. Οι διαδρομές που συνήθως εκτελούσε, ήταν για την εξυπηρέτηση των γύρω χωριών και πόλεων, εκεί όπου οι δρόμοι ήταν προσβάσιμοι και οι ανάγκες μετακίνησης επείγουσες.

Ο Αρμένης, ο πρόσχαρος και ευγενικός ταξιτζής, δεν ήταν ντόπιος, αλλά έγινε μετά το γάμο του με την προοδευτική και ανοιχτομάτισσα νέα, τη μοναδική ωρολογού της περιοχής. Δική της ιδέα ήταν να διαθέσει το κομπόδεμα που είχε βάλει στην άκρη ο μακαρίτης ο ωρολογάς πατέρας της, γνωστός και περιζήτητος σε όλα τα Βαλκάνια, για την αποκατάστασή της. Ως οδηγός φορτηγών εργαζόταν μέχρι τότε, ο Αρμένης. Στην καλή του, όμως, η σκέψη ότι θα γύριζε με το θηρίο σε όλες τις πόλεις και τα χωριά και ίσως να περνούσαν μέρες ολόκληρες χωρίς να έχει νέα του, δεν άρεσε καθόλου. Πρότεινε λοιπόν, να αγοράσουν μία λιμουζίνα και να είναι κύριος του εαυτού του. Ταξίδι του γάμου στην Αθήνα. Αξιοθέατο για τη μπίζνες-γούμαν δεν ήταν η Ακρόπολη. Στην εμπορία αυτοκινήτων έστρεψαν την προσοχή τους, και όταν έκλεισε η δουλειά, έβγαλαν αναμνηστική φωτογραφία με το βράχο της Ακρόπολης στο βάθος, με την ολοκαίνουργια Σεβρολέτ σε πρώτο πλάνο. Οι δουλειές πήγαιναν μια χαρά. Η Χρυσάνθη σταμάτησε να επιδιορθώνει ρολόγια και φρόντισε να ρεγουλάρει τα οικονομικά της επιχείρησης "αγοραίο".

Γύριζε ο Αρμένης τα βράδια απ’ το αγώγι, άφηνε τις εισπράξεις πάνω στο τραπέζι κι από κει και πέρα ήταν ευθύνη της κυράς του να τακτοποιεί το κομπόδεμα, το οποίο όσο πήγαινε και αυγάτιζε. Οικονόμα στη διαχείριση η ίδια, δεν στερούσε τίποτα από την οικογένεια, που τώρα πια είχε κι αυτή αυγατίσει, με δυο χαριτωμένες και ζωηρότατες κορούλες, αλλά ποτέ δεν έχανε το μέτρο των δαπανών. Όχι άσκοπες και τρελές σπατάλες. Άρχισαν με την επισκευή της παλιάς μονοκατοικίας που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της. Σύγχρονη, με όλες τις τότε προσφερόμενες ανέσεις και σε κεντρικό σημείο της πόλης, έβλεπε στη λίμνη· κτισμένη δε σε ένα λοφίσκο, έδινε τη δυνατότητα να αγναντεύεις μέχρι και τα απέναντι βουνά, έως το μοναδικό δρόμο εισόδου στην πόλη. Αυτό το δρόμο αγνάντευε κάθε απόγευμα ή και σούρουπο η κυρα-Χρυσάνθη από το μπαλκόνι, όταν η ώρα περνούσε και ο καλός της δεν είχε φανεί ακόμη. Καθώς δεν κυκλοφορούσαν πολλά τροχοφόρα και οι προβολείς της Σεβρολέτ έδιναν κίτρινο φως, διέκρινε από μακρυά την άφιξη του κύρη της. «Έρχεται ο πατέρας σας», ανακοίνωνε όλο χαρά, «γρήγορα να στρώσετε το τραπέζι!». Ερχόταν ο πατέρας, μια τρυφερή αγκαλιά στις κόρες, ένα θερμό φιλί στη Χρυσάνθη, και άδειαζε τις τσέπες επάνω στο μαρμάρινο κομό, δίπλα στην εξώθυρα, προτού απολαύσει το καλομαγειρεμένο δείπνο. Έπαιρνε η Χρυσάνθη τα λεφτά, τα μετρούσε επιμελώς και τα τοποθετούσε στο "χρηματοκιβώτιο", ένα μεταλλικό κουτί, το οποίο χρησιμοποιούσε ο ωρολογάς για να φυλάγει τα παλιά, προς επισκευή, ρολόγια. Το χρηματοκιβώτιο έκρυβε με τη σειρά του σε ένα ράφι μιας παλιάς, σκαλιστής ντουλάπας, προίκα της μάνας της, όταν εκείνη, γόνος παλιάς οικογένειας, παντρεύτηκε τον ωρολογά. Είχε πεθάνει πολύ νέα από κακό σπυρί, λέγαν, και άφησε τη Χρυσάνθη ανήλικη νοικοκυρά με τον πατέρα.

Δεν ήταν όμως, μόνο η οικογένεια που περίμενε πώς και πώς να φανεί στο βάθος η κούρσα του Αρμένη. Μια ολόκληρη φάλαγγα πιτσιρικάδων, στήνονταν στην είσοδο του παραλίμνιου δρόμου. Σταματούσε ο Αρμένης μόλις τα έβλεπε και έλεγε χαμογελώντας: «Άντε, άντε, ποιοι έχουν σειρά σήμερα;» Σκαρφάλωναν τότε έξι-εφτά από δαύτα στο γυαλιστερό πίσω προφυλακτήρα της Σεβρολέτ. Στα πιο μικρά άνοιγε ο ίδιος την πόρτα του οχήματος, και με χαμηλή ταχύτητα τα πήγαινε βόλτα μέχρι τη διασταύρωση του μονοπατιού που οδηγούσε σπίτι του. Χαιρετούσαν εκείνα όλο ενθουσιασμό όλον τον κόσμο, γελούσε ο εκκεντρικός αγωγιάτης με την καρδιά του, και όταν τα ξεφόρτωνε, πετούσε ένα: «Άντε, άντε! Σπίτι σας τώρα, αύριο η συνέχεια». Η Χρυσάνθη είχε τις αντιρρήσεις της γι αυτά τα καθημερινά αγώγια, αλλά δεν της πήγαινε η καρδιά να κακοκαρδίσει τον κύρη της. «Βρε άκου που σου λέω, έτσι τελειώνει η μέρα όμορφα, εξαφανίζεται η κούραση όλη», έλεγε εκείνος.


O Αριστομένης “Αρμένης” Γκαντάνης (1901-1963)
με ένα από τα πολλά αυτοκίνητά του. [Φωτογραφία Δημ. Τσουρτσούλας]


 * * *

Προχωρημένο Φθινόπωρο, έβρεχε ασταμάτητα μια βδομάδα και όλα τα ρέματα της περιοχής είχαν φουσκώσει επικίνδυνα. Τα δρομολόγια λιγοστά. Κανένας δεν αποκοτούσε να μετακινηθεί, αν δεν ήταν απόλυτη ανάγκη. Μόλις είχαν σηκωθεί από το μεσημεριανό τραπέζι, όταν χτύπησε το κουδούνι. Ο γιατρός στην πόρτα, παρακάλεσε να τον πάει ο Αρμένης σε ένα χωριό, όπου κινδύνευε μια ετοιμόγεννη και η μαμή ζήτησε απεγνωσμένα βοήθεια. Δεν λες όχι σε τέτοιες περιπτώσεις, παρά την έντονη ανησυχία της γυναίκας του. Έφτασαν κοντά στο χωριό κάτω από από κρουνούς ασταμάτητους. Τους σταμάτησε εκεί το ορμητικό ρέμα. Είχε ξεφύγει από τα όρια του, είχε κατακλύσει το δρόμο και η διάβαση αδύνατη. Φάνηκε τότε απέναντι ένας καβαλάρης και τους φώναξε πως θα έπαιρνε τον γιατρό πάνω από ένα μικρό ανάχωμα με το άλογο και παρακάλεσε τον ταξιτζή να περιμένει για να τον πάρει πίσω, όταν τέλειωνε με τη γέννα. Καμιά ευχάριστη έκβαση, αλλά και τι να κάνει;

Η αναμονή κράτησε ώρες, τα χρώματα από γκρίζα έγιναν μαβιά και το κροτάλισμα της βροχής στον ουρανό της Σεβρολέτ συνοδευόταν από τον άγριο βρυχηθμό του ρέματος. Ο Αρμένης είχε φροντίσει να σταθμεύσει στην άλλη πλευρά του δρόμου, πίσω από μια συστάδα δέντρων, που υποσχόταν κάποιο είδος προστασίας από τη θεομηνία. Κάποτε, είδε απέναντι να πλησιάζουν αναμμένα δαδιά, και άκουσε, ή μάλλον αισθάνθηκε, οπλές αλόγων. Πλησίασε ένας από τους άντρες με τα δαδιά όσο μπορούσε στην άκρη του ρέματος και του φώναξε, ότι ο γιατρός θα ξημέρωνε στο χωριό, δίπλα στην επίτοκη. Του έριξε ωστόσο, δεμένο σε μία πέτρα, ένα τσουβαλένιο πουγκί. «Η αμοιβή για τον κόπο σου», είπε, «γύρισε τώρα σπίτι σου». Άνοιξε ο Αρμένης το πουγκί και βρήκε μέσα δύο χρυσές, εγγλέζικες λίρες. Δεν ήξερε, αν έπρεπε να χαρεί για το γερό μεροκάματο, ή να το θεωρήσει μεροκάματο του τρόμου. Αργά, πολύ αργά έφτασε σπίτι. Πέταξε τα χρυσά στο κομό και αφού άλλαξε τα κάθυγρα ρούχα του, άρχισε την αφήγηση. Η Χρυσάνθη δεν πείραξε τα χρυσά. Αύριο, θα μπουν στον τόπο τους, μονολόγησε και πήγε για ύπνο, μια και το εκκρεμές ανάγγειλε ήδη την επόμενη μέρα.

Όταν το πρωί φρόντισε να βάλει το κάθε τι στον τόπο του, βρήκε το μεταλλικό κουτί άδειο. Ούτε λεφτά, ούτε κοσμήματα. Έπαθε ταραχή μεγάλη. Ποιος, πώς και πότε άδειασε το χρηματοκιβώτιο; Αναστάτωσε όλη τη γειτονιά, μήπως και είδαν κάποιον να μπαίνει σπίτι, όσο εκείνη καθάριζε την πίσω αυλή από τα αγριόχορτα και τα μικρά έλειπαν σχολείο; Το νέο διαδόθηκε γρήγορα σ’ όλον το μαχαλά, να μην πούμε στην πόλη ολόκληρη. Το έμαθαν και τα πιτσιρίκια, οι λαθρεπιβάτες της Σεβρολέτ, και αποφάσισαν να λύσουν το μυστήριο. Άρχισαν να φυλάν τσίλιες γύρω από το σπίτι, να παραμονεύουν όλους και όλα, όσα κινούνταν. Σύμπτωση; Δαιμόνια μυαλά; Απότιση τιμής και ευγνωμοσύνης στον αγαπημένο τους αγωγιάτη; Μέσα σε μια εβδομάδα εντόπισαν το δράστη, ή μάλλον την επιπόλαια δράστιδα, η οποία είχε την αποκοτιά να φορέσει μία καρφίτσα της Χρυσάνθης την Κυριακή στην εκκλησία. Μπαινόβγαινε στο σπίτι του Αρμένη καιρό τώρα, μέλος μιας οικογένειας καταφυγόντων, που είχε φιλοξενηθεί στο κάτω πάτωμα, στη διάρκεια των πέτρινων χρόνων. Ήθελε, λέει, να ετοιμάσει τα προικιά της, άλλους πόρους δεν είχε, στο κουτί του ωρολογά κατέφυγε.
Μόνο που δεν είχε υπολογίσει στους φανατικούς φίλους της μαύρης λιμουζίνας!

Πηγή:http://www.odos-kastoria.gr/2019/06/chevrolet-sedan-delivery.html


Η φοδραρίστρια της Χρυσούλας Πατρώνου-Παπατέρπου


 Φωτογραφία : Reuters/ALEXANDROS AVRAMIDIS

Η φοδραρίστρια

 

    Χρόνια ολόκληρα με το κεφάλι σκυφτό. Δεν ήταν η μόνη∙ άλλες τρεις, σε κανονικές συνθήκες. Όταν οι παραγγελίες πολλαπλασιάζονταν, προστίθεντο δύο επιπλέον μηχανές στον ελάχιστο χώρο του εργαστηρίου μαζί και φοδραρίστριες και δεν έμενε ούτε ένα τετραγωνικό κενό για να ανασάνεις. Ήταν η πιο παλιά στο μαγαζί και η πιο σιωπηλή. Οι τρεις τακτικές φοδραρίστριες, όλες από το ίδιο χωριό, δεν έβαζαν γλώσσα μέσα. Ή θα μιλούσαν για τις καθημερινές τους ασχολίες,-μαγείρεμα, πλύσιμο, παιδιά- ή θα ασχολούνταν με τα νέα του χωριού. Πότε με γέλια τρανταχτά πότε με κραυγές αποδοκιμασίας και οίκτου. Τις μέρες δε που προσέρχονταν και οι έκτακτες, γινόταν σωστό πανηγύρι.

   Η μόνη που δεν άνοιγε σχεδόν ποτέ το στόμα της, παρά μόνο για να καλημερίσει ή να αποχαιρετήσει τις άλλες, ήταν αυτή. Πάντοτε, ωστόσο με το χαμόγελο στα χείλη. Λες και το είχε κεντήσει με ειδική βελονιά. Του κάκου προσπαθούσαν οι άλλες να της αποσπάσουν κάποιο σχόλιο, κάποια πληροφορία. «Ω», έλεγε, «τι να σας πω; Σπίτι δουλειά, δουλειά σπίτι…». Και συνέχιζε να φοδράρει γούνινα παλτά και ζακέτες με πολλή προσοχή και σχολαστικότητα. Ποτέ δεν της είχε επιστραφεί κομμάτι για διόρθωμα και βοηθούσε όποια από τις συναδέλφισσες σκόνταφτε κάπου στο ταίριασμα της φόδρας. Φυσικό να την προσέχουν τα αφεντικά σαν τα μάτια τους. Και να μην την ενοχλούν κατά την ώρα της δουλειάς. Άλλωστε, η ίδια έλεγχε όλα τα κομμάτια στο τέλος της ημέρας. Προωθούσε τα καλοραμμένα, άφηνε στην άκρη για διόρθωμα όσα είχαν έστω και την παραμικρή ατέλεια στο φινίρισμα. Πελάτες, το ήξερε εδώ και χρόνια, ήταν οι μεγαλύτεροι οίκοι γουναρικών σε Αμερική και Ευρώπη.

   Ιδιωτική ζωή; Μόνη έμενε στο πατρικό της σπίτι, στο χωριό. Με τοπικό λεωφορείο ερχόταν το πρωί, με το ίδιο επέστρεφε αργά το απόγευμα. Το μεσημέρι, όταν οι άλλες έπαιρναν το κολατσιό τους στην αυλή με καλοκαιρία, στο υπόστεγο δίπλα στην είσοδο τις κρύες μέρες, φρόντιζε να πεταχτεί στο κοντινότερο μπακάλικο για να κάνει τα ψώνια της. Πάντοτε από το ίδιο και πάντα με το τεφτέρι στο χέρι. Το Σάββατο τα μεσημέρι, όταν εισέπραττε το βδομαδιάτικο, πλήρωνε τον λογαριασμό και έσβηνε τα χρωστούμενα.

   Δεν ήταν μεγάλη, όχι όμως και μικρή. Μεγαλοκοπέλα. Οι γονείς είχαν σκοτωθεί σε τροχαίο στη Γερμανία, όπου είχαν πάει να επισκεφτούν τα μεγαλύτερα αδέλφια της, Γκασταρμπάιτερ, εγκατεστημένα εδώ και χρόνια και με δικές τους οικογένειες. Ο μεγάλος αδελφός είχε τραυματιστεί σοβαρά κατά το δυστύχημα. Ήρθε ο μικρός, έθαψαν τους γονείς και ξανάφυγε. Πρόσκληση, πάντως, για να πάει να μείνει και να εργαστεί μαζί τους, δεν πήρε ποτέ. Γι’ αυτό και η βουβαμάρα της…

    Καθώς περνούσε τις φόδρες στα πανάκριβα παλτά, άφηνε το μυαλό της να ταξιδεύει στα μέρη όπου θα κατέληγαν τα γουναρικά ή σ’ εκείνα από όπου είχαν έλθει τα δέρματα. Ιδιαίτερη αδυναμία είχε στις ρενάρ ζακέτες. Χάιδευε τότε το τρίχωμα και μεταφερόταν στο μέρος όπου ζούσε η αλεπού. Της άρεσε να ονειροπολεί πως τρέχει στο δάσος μαζί με το ζώο, να χώνεται στην τρύπα, εκεί, ανάμεσα στο φύλλωμα για να μην τη βρουν οι κυνηγοί, να φέρνει τροφή στα μικρά αλεπουδάκια, να φλερτάρει με ωραία αρσενικά της φυλής της…Αλεπού σωστή! Και, όταν η ζακέτα ήταν φτιαγμένη από εκείνη την ασημόχρωμη αλεπού,-της είχε εξηγήσει κάποιος έμπορος ότι οφειλόταν στην περισσότερη μελανίνη που είχε ο οργανισμός της, δεν έπαυε να περιποιείται το ένδυμα σαν να κρατούσε στα χέρια μωρό παιδί. Όλη την ώρα το ακουμπούσε στο μάγουλό της με περισσή τρυφεράδα. Είχε βρει μία λογική εξήγηση και για τη δική της μαυριδερή επιδερμίδα: σίγουρα είχε πολλή μελανίνη, σχεδόν σαν τους Αφρικανούς. Γι’ αυτό και την απέφευγαν όλοι στο χωριό αν και ποτέ κανείς δεν την είχε προσβάλει κατάμουτρα. Το χαμόγελο, πάντως, από κανέναν δεν το στερούσε.

   Πέρασε καιρός, η μεγαλοκοπέλα έφτασε στα χρόνια συνταξιοδότησης. Της χάρισαν τότε τα αφεντικά μία ζακέτα από ασημόχρωμη ρενάρ, ανταμοιβή για την εργατικότητα και την αφοσίωση στη δουλειά της. Τη δέχτηκε με το γνωστό, αφοπλιστικό χαμόγελο και ένα μεγάλο ευχαριστώ. Υποσχέθηκαν να την επισκέπτονται στο χωριό όσο πιο συχνά μπορούσαν.

    Η φοδραρίστρια με τη ρενάρ αγκαλιά κοιμόταν με αυτήν ξυπνούσε χαμογελαστή. Μέχρι που κάποια μέρα, κάπου έξω από το χωριό, βρήκε σε μία τρύπα δύο αληθινά, κόκκινα αλεπουδάκια. Τα πήρε, τα περιποιήθηκε, τα μεγάλωσε σαν να ήταν παιδιά της και όταν έπεφταν να κοιμηθούν, τα σκέπαζε με την ασημόχρωμη ρενάρ ζακέτα. Το χαμόγελο έγινε τώρα πιο πλατύ, οι καλημέρες πιο εγκάρδιες. Η βουβαμάρα αντικαταστάθηκε από όρεξη για κουβέντα. Για τα αλεπουδάκια της, φυσικά, που μεγάλωναν μια χαρά και την ακολουθούσαν σε όλες τις εξόδους της.


Πηγήhttps://www.hartismag.gr/hartis-46/zwologikos-khpos/i-fodraristra#

Πηγή φωτογραφίας : https://www.moneyreview.gr/business-and-finance/business/84110/apelpisia-stin-kastoria-oi-kyroseis-kata-tis-rosias-katastrefoyn-toys-goynarades/