Πηγή:https://blogs.sch.gr/10dimkas/category/omiloi/
Σήμερα υποδεχτήκαμε με χαρά στο σχολείο τις κυρίες του προεδρείου του
Τις
ευχαριστούμε θερμά για τον χρόνο τους που τόσο ευγενικά μοιράστηκαν μαζί μας
και δε θα μπορούσαμε να μην αναφέρουμε τη χαρά μας για τα δωράκια που μας
πρόσφεραν!
Οι
βυζαντινές εκκλησίες ήταν οι πρωταγωνίστριες της πρώτης συνάντησης του Ομίλου
Τοπική Ιστορίας. Προηγήθηκε η αναφορά στο πλήθος πιθανών προελεύσεων του
ονόματος της πόλης μας, εστιάσαμε στην ιστορική περίοδο που την χαρακτηρίζει ως
βυζαντινή αρχόντισσα, είδαμε τα τείχη εκείνης της περιόδου και ταξιδέψαμε
ανάμεσα στις βυζαντινές εκκλησίες, που μέχρι και σήμερα στέκουν στολίδια σε
διάφορες γειτονιές της πόλης, και μάθαμε για την αρχιτεκτονική τους.
Καθένας από
εμάς συνέβαλε στη δημιουργία ενός ψηφιακού χάρτη, όπου σημειώσαμε τις πιο
γνωστές βυζαντινές εκκλησίες στην πόλη μας, καθοδηγώντας τους υπόλοιπους ώστε
να συμπληρώσουν τον ατομικό έντυπο χάρτη τους αντίστοιχα.
Την επόμενη
Τετάρτη ακολουθεί επίσκεψη στο Βυζαντινό μουσείο…και όχι μόνο!
Υπ. εκπαιδευτικοί: Μικροπούλου Μαρία, Χατζηφωτιάδης Κώστας
Η σημερινή συνάντηση του ομίλου έλαβε χώρα στο πεδίο! Ήμασταν συνεπείς στο ραντεβού μας στο Βυζαντινό μουσείο, αλλά η επίσκεψη μας ξεκίνησε πηγαίνοντας πρώτα στην Παναγία Κουμπελίδικη! Εκεί η κυρία Στέλλα Κοντοπούλου αναφέρθηκε στην ιστορία του ναού, στην ονομασία, στην αρχιτεκτονική του και μας επέτρεψε να επισκεφτούμε και το εσωτερικό του. Θαυμάσαμε τις αγιογραφίες και δη τη μοναδική και εξαιρετική που απεικονίζει τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας. Επιστρέψαμε στο Βυζαντινό μουσείο, όπου μας εξήγησε αναλυτικά τα στάδια
Ο καιρός μας βοήθησε ακόμη μία μέρα και κάναμε την εξόρμησή μας. Συναντηθήκαμε στο Μητροπολιτικό Μέγαρο, γνωρίσαμε τον πατέρα Στέφανο και ξεκινήσαμε την ξενάγηση από τον βυζαντινό ναό Ταξιάρχη στη Μητρόπολη. Παρατηρήσαμε τις τοιχογραφίες, ξαναθυμηθήκαμε την αρχιτεκτονική των ναών και μάθαμε τα μέρη ενός ναού. Δεν γινόταν να μην αναφερθούμε στον τάφο του Παύλου Μελά και της γυναίκας του Ναταλίας. Μια γρήγορη επίσκεψη στην προτομή του Παύλου Μελά για να βρούμε ένα στοιχείο από τις αποστολές-ερωτήσεις που μας ετοίμασε και έκρυβε ο κύριος Κώστας και συνεχίσαμε στον μοναδικό ναό των Αγίων Τριών, Γουρία, Σαμωνά και Αβίβου. Εκεί, πληροφορηθήκαμε από την επιγραφή του υπερθύρου για το έτος κατασκευής της, 1400. Θυμηθήκαμε το τέμπλο και τη θέση των εικόνων σε αυτό. Έπειτα, επισκεφτήκαμε τον Άγιο Νικόλαο του Κασνίτζη. Μιλήσαμε για τον άγιο Νικόλαο και είδαμε και τις τοιχογραφίες με τους κτήτορες του ναού, τον Νικηφόρο Κασνίτση και τη γυναίκα του Άννα. Η διαδρομή κατέληξε και πάλι στη γειτονιά της μητρόπολής μας, δίπλα στο 1ο δημοτικό σχολείο, στον ναό του Αγίου Αθανασίου του Μουζάκη. Οι τοιχογραφίες στο εσωτερικό του ναού είναι εξαιρετικές και σε πάρα πολύ κατάσταση. Η διαδρομή έλαβε τέλος…αλλά έχουμε και συνέχεια!!!
Ιπτάμενος
ποδηλατάς
Τα μαλλί, πλούσιο και σγουρό. Ατίθασες
τούφες πέφτανε στο μέτωπό του. Σχεδόν του κρύβανε το δεξί μάτι εντελώς.
Φρόντιζε βέβαια και ο ίδιος για το αποτέλεσμα αυτό, τινάζοντας κάθε λίγο και
λιγάκι το κεφάλι με δύναμη, μπρος-πίσω. Στο ισόγειο του σπιτιού το
ποδηλατάδικο. Δυο-τρία ποδήλατα για νοίκιασμα, γεμάτη η αυλή με εκείνα που του
παρέδιδαν για επισκευή οι κάτοικοι όλης της περιοχής.
Στον πάνω όροφο του ίδιου οικήματος έμενε η
οικογένειά του. Η μάνα δηλαδή και η ανύπαντρη αδελφή, αρκετά μεγαλύτερή του. Ο
πατέρας, πεθαμένος εδώ και πολλά χρόνια, είχε έλθει από τα Ιόνια νησιά,
παλικάρι νέο και ωραίο, όπως παράδειχνε με καμάρι ο Μητσάρας, να πολεμήσει για
την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Γιος Μακεδονομάχου, λοιπόν. Γι’ αυτό και
συχνά-πυκνά, όποτε έβρισκε ευκαιρία, φορούσε την στολή του πατέρα και πήγαινε
στην εκκλησιά ή σε εορταστικές εκδηλώσεις. Λόγω ύψους, ούτε στρατιώτης δεν είχε
πάει ο ίδιος...
Στην τέχνη του ποδηλατά πάντως, ήταν
άφταστος. Δεν διόρθωνε μόνο τα χαλασμένα σαράβαλα που του πηγαίνανε οι πελάτες.
Δημιουργούσε. Όλο φαντασία, τη μια έφτιαχνε ποδήλατα με δύο σέλες, αντικριστά η
μία με την άλλη, άλλοτε τρίτροχα με μία ρόδα μικροσκοπική μπροστά και δύο
πελώριες πίσω, και... και.... Ατελείωτες ποδηλατοσυνθέσεις!
Η αδελφή καπελού ήταν. Και πρέπει να έβγαζε
καλό μεροκάματο, γιατί κατείχε την τέχνη άριστα. και η τελευταία λέξη της μόδας
τον καιρό εκείνο, ήθελε όλες τις παντρεμένες να φορούν καπέλο. Τις ελεύθερες,
μόνο ψάθινα καπελάκια το καλοκαίρι. Εξαίρεση η ελεύθερη Ευδοξία. Πάντα
καπελωμένη κυκλοφορούσε. Έτσι διαφήμιζε και το προϊόν της. Ο Μητσάρας, μάλλον
έβαζε χέρι στις οικονομίες της αδελφής, γιατί ο ίδιος από τη δουλειά του δεν
έβγαζε πολλά. Άλλωστε, δεν του έμενε πολύς χρόνος ελεύθερος. Οι συνθέσεις και
ποδηλατικές εφευρέσεις τού έπαιρναν ώρες ολόκληρες. Καλλιτεχνικές φύσεις τα δύο
αδέλφια, μια χαρά περνούσαν, ο καθένας στον τομέα του.
Η επίσκεψη ενός συγγενούς από την πατρική γη
έγινε αφορμή για να καρφωθεί στο μυαλό του Μητσάρα η επίμονη σκέψη ότι θα
μπορούσε με τις γνώσεις και τη μαεστρία του στις κατασκευές, μαζί με την
βοήθεια της μερακλούς αδελφής, να κατασκευάσει μία πτητική μηχανή. Με δυο
λόγια: να πετάξει!
Ο ξάδελφος αυτός δύο μέρες μόνο φιλοξενήθηκε
στο σπίτι τους. Όλη την ώρα όμως, για τους αρχαίους μύθους της Ελλάδας μιλούσε.
Ναυτικός ο ίδιος, πολυταξιδεμένος, ήξερε απ` έξω κι ανακατωτά τη ζωή και τα
κατορθώματα των ηρώων όλων. Μέσα σ’ αυτούς ανέφερε και την ιστορία του Δαίδαλου
και του Ίκαρου κι εκεί ήταν που κόλλησε ο Μητσάρας. Να γίνει κι αυτός ένας σύγχρονος
Ίκαρος, όχι βέβαια με κέρινα φτερά. Οι ποδηλατικές ακτίνες και ένα παλιό ύφασμα
αλεξίπτωτου θα ήταν η πρώτη ύλη για το πτητικό μηχάνημα. Κάτι σαν ιπτάμενο
καπέλο ονειρευόταν...
Η πρώτη του δουλειά, το σκιτσάρισμα του
υπερμεγέθους καπέλου. Η πιλοποιός Ευδοξία δοκίμαζε στον ελεύθερο χρόνο της,
πάνω σε ρετάλια, να βρει τρόπο να εφαρμόσει το σχέδιο του υφασμάτινου μέρους
του ακτινωτού καπέλου.
Πήρε αρκετό χρόνο και στους δύο να φέρουν σε
πέρας το ιπτάμενο καπέλο. Βρέθηκε μετά από πολλή σκέψη και ο τρόπος στήριξής
του στο κεφάλι του Μητσάρα. Σαν αλεξίπτωτο έμοιαζε, σε πολύ πιο μικρό μέγεθος
και με πτυσσόμενες ακτίνες ποδηλάτων να στηρίζουν το υφασμάτινο μπαλόνι.
Επόμενο βήμα, η επιλογή του κατάλληλου
μέρους για την πτήση του Μητσάρα. Αποκλείστηκε το μπαλκόνι του πρώτου ορόφου.
Έψαχνε κάτι πιο εντυπωσιακό και παράτολμο, φυσικά!
Ένα πλάτωμα στον γειτονικό λόφο θεωρήθηκε
ιδανικό. Γέμισε ο χώρος πιο κάτω από όλους τους φίλους και γνωστούς αλλά και
απ’ όλον τον παιδόκοσμο της πόλης. Προνοητική η Ευδοξία, είχε προμηθεύσει τους
στενούς φίλους με μία μεγάλη κουβέρτα και τους παρακάλεσε να στηθούν ακριβώς
κάτω από το πλάτωμα και να την κρατούν τεντωμένη, μήπως και κάτι πάει στραβά...
Στραβά πήγαν όλα, και μόνο χάρη στην
στοργική αδελφή, τον μάζεψαν οι φίλοι ολόκληρο.
Τα κομμάτια του αλεξίπτωτου, στόρια έγιναν
για τα παράθυρα του Μητσάρα. Δεν ήθελε για πολύν καιρό, ούτε να βλέπει έξω,
ούτε να τον δει κανείς...Έπαψε και να παίρνει μέρος στις παρελάσεις με την
στολή του Μακεδονομάχου...
ΟΔΟΣ 21.2.2019 | 974 |
O Αριστομένης “Αρμένης” Γκαντάνης (1901-1963) με ένα από τα πολλά αυτοκίνητά του. [Φωτογραφία Δημ. Τσουρτσούλας] |
Η φοδραρίστρια
Χρόνια ολόκληρα με
το κεφάλι σκυφτό. Δεν ήταν η μόνη∙
άλλες τρεις, σε
κανονικές συνθήκες. Όταν οι παραγγελίες πολλαπλασιάζονταν, προστίθεντο δύο
επιπλέον μηχανές στον ελάχιστο χώρο του εργαστηρίου μαζί και φοδραρίστριες και
δεν έμενε ούτε ένα τετραγωνικό κενό για να ανασάνεις. Ήταν η πιο παλιά στο
μαγαζί και η πιο σιωπηλή. Οι τρεις τακτικές φοδραρίστριες, όλες από το ίδιο
χωριό, δεν έβαζαν γλώσσα μέσα. Ή θα μιλούσαν για τις καθημερινές τους
ασχολίες,-μαγείρεμα, πλύσιμο, παιδιά- ή θα ασχολούνταν με τα νέα του χωριού.
Πότε με γέλια τρανταχτά πότε με κραυγές αποδοκιμασίας και οίκτου. Τις μέρες δε
που προσέρχονταν και οι έκτακτες, γινόταν σωστό πανηγύρι.
Η μόνη που δεν
άνοιγε σχεδόν ποτέ το στόμα της, παρά μόνο για να καλημερίσει ή να
αποχαιρετήσει τις άλλες, ήταν αυτή. Πάντοτε, ωστόσο με το χαμόγελο στα χείλη.
Λες και το είχε κεντήσει με ειδική βελονιά. Του κάκου προσπαθούσαν οι άλλες να
της αποσπάσουν κάποιο σχόλιο, κάποια πληροφορία. «Ω», έλεγε, «τι να σας πω;
Σπίτι δουλειά, δουλειά σπίτι…». Και συνέχιζε να φοδράρει γούνινα παλτά και
ζακέτες με πολλή προσοχή και σχολαστικότητα. Ποτέ δεν της είχε επιστραφεί
κομμάτι για διόρθωμα και βοηθούσε όποια από τις συναδέλφισσες σκόνταφτε κάπου
στο ταίριασμα της φόδρας. Φυσικό να την προσέχουν τα αφεντικά σαν τα μάτια
τους. Και να μην την ενοχλούν κατά την ώρα της δουλειάς. Άλλωστε, η ίδια έλεγχε
όλα τα κομμάτια στο τέλος της ημέρας. Προωθούσε τα καλοραμμένα, άφηνε στην άκρη
για διόρθωμα όσα είχαν έστω και την παραμικρή ατέλεια στο φινίρισμα. Πελάτες,
το ήξερε εδώ και χρόνια, ήταν οι μεγαλύτεροι οίκοι γουναρικών σε Αμερική και
Ευρώπη.
Ιδιωτική ζωή; Μόνη
έμενε στο πατρικό της σπίτι, στο χωριό. Με τοπικό λεωφορείο ερχόταν το πρωί, με
το ίδιο επέστρεφε αργά το απόγευμα. Το μεσημέρι, όταν οι άλλες έπαιρναν το
κολατσιό τους στην αυλή με καλοκαιρία, στο υπόστεγο δίπλα στην είσοδο τις κρύες
μέρες, φρόντιζε να πεταχτεί στο κοντινότερο μπακάλικο για να κάνει τα ψώνια
της. Πάντοτε από το ίδιο και πάντα με το τεφτέρι στο χέρι. Το Σάββατο τα
μεσημέρι, όταν εισέπραττε το βδομαδιάτικο, πλήρωνε τον λογαριασμό και έσβηνε τα
χρωστούμενα.
Δεν ήταν μεγάλη, όχι
όμως και μικρή. Μεγαλοκοπέλα. Οι γονείς είχαν σκοτωθεί σε τροχαίο στη Γερμανία,
όπου είχαν πάει να επισκεφτούν τα μεγαλύτερα αδέλφια της, Γκασταρμπάιτερ,
εγκατεστημένα εδώ και χρόνια και με δικές τους οικογένειες. Ο μεγάλος αδελφός
είχε τραυματιστεί σοβαρά κατά το δυστύχημα. Ήρθε ο μικρός, έθαψαν τους γονείς
και ξανάφυγε. Πρόσκληση, πάντως, για να πάει να μείνει και να εργαστεί μαζί
τους, δεν πήρε ποτέ. Γι’ αυτό και η βουβαμάρα της…
Καθώς περνούσε τις
φόδρες στα πανάκριβα παλτά, άφηνε το μυαλό της να ταξιδεύει στα μέρη όπου θα κατέληγαν
τα γουναρικά ή σ’ εκείνα από όπου είχαν έλθει τα δέρματα. Ιδιαίτερη αδυναμία
είχε στις ρενάρ ζακέτες. Χάιδευε τότε το τρίχωμα και μεταφερόταν στο μέρος όπου
ζούσε η αλεπού. Της άρεσε να ονειροπολεί πως τρέχει στο δάσος μαζί με το ζώο,
να χώνεται στην τρύπα, εκεί, ανάμεσα στο φύλλωμα για να μην τη βρουν οι
κυνηγοί, να φέρνει τροφή στα μικρά αλεπουδάκια, να φλερτάρει με ωραία αρσενικά
της φυλής της…Αλεπού σωστή! Και, όταν η ζακέτα ήταν φτιαγμένη από εκείνη την
ασημόχρωμη αλεπού,-της είχε εξηγήσει κάποιος έμπορος ότι οφειλόταν στην
περισσότερη μελανίνη που είχε ο οργανισμός της, δεν έπαυε να περιποιείται το
ένδυμα σαν να κρατούσε στα χέρια μωρό παιδί. Όλη την ώρα το ακουμπούσε στο
μάγουλό της με περισσή τρυφεράδα. Είχε βρει μία λογική εξήγηση και για τη δική
της μαυριδερή επιδερμίδα: σίγουρα είχε πολλή μελανίνη, σχεδόν σαν τους
Αφρικανούς. Γι’ αυτό και την απέφευγαν όλοι στο χωριό αν και ποτέ κανείς δεν
την είχε προσβάλει κατάμουτρα. Το χαμόγελο, πάντως, από κανέναν δεν το
στερούσε.
Πέρασε καιρός, η μεγαλοκοπέλα
έφτασε στα χρόνια συνταξιοδότησης. Της χάρισαν τότε τα αφεντικά μία ζακέτα από
ασημόχρωμη ρενάρ, ανταμοιβή για την εργατικότητα και την αφοσίωση στη δουλειά
της. Τη δέχτηκε με το γνωστό, αφοπλιστικό χαμόγελο και ένα μεγάλο ευχαριστώ.
Υποσχέθηκαν να την επισκέπτονται στο χωριό όσο πιο συχνά μπορούσαν.
Η φοδραρίστρια με
τη ρενάρ αγκαλιά κοιμόταν με αυτήν ξυπνούσε χαμογελαστή. Μέχρι που κάποια μέρα,
κάπου έξω από το χωριό, βρήκε σε μία τρύπα δύο αληθινά, κόκκινα αλεπουδάκια. Τα
πήρε, τα περιποιήθηκε, τα μεγάλωσε σαν να ήταν παιδιά της και όταν έπεφταν να
κοιμηθούν, τα σκέπαζε με την ασημόχρωμη ρενάρ ζακέτα. Το χαμόγελο έγινε τώρα
πιο πλατύ, οι καλημέρες πιο εγκάρδιες. Η βουβαμάρα αντικαταστάθηκε από όρεξη
για κουβέντα. Για τα αλεπουδάκια της, φυσικά, που μεγάλωναν μια χαρά και την
ακολουθούσαν σε όλες τις εξόδους της.
Πηγή: https://www.hartismag.gr/hartis-46/zwologikos-khpos/i-fodraristra#
Πηγή φωτογραφίας : https://www.moneyreview.gr/business-and-finance/business/84110/apelpisia-stin-kastoria-oi-kyroseis-kata-tis-rosias-katastrefoyn-toys-goynarades/
Η Καστοριά είχε προπολεμικά μια από τις πιο ακμαίες εβραϊκές κοινότητες της Μακεδονίας, μαζί με τη Θεσσαλονίκη, τη Βέροια, την Καβάλα, τη Δράμα, τις Σέρρες και τη Φλώρινα. Η ίδρυση της πρώτης κοινότητας αναφέρεται τον 6ο αιώνα, ενώ η διάλυσή της ολοκληρώθηκε με την δολοφονία των περισσοτέρων μελών της στο στρατόπεδο εξόντωσης του Άουσβιτς ΙΙ (Μπίρκεναου).
Οι πρώτες γραπτές αναφορές της παρουσίας των Εβραίων στην πόλη της Καστοριάς, αναφέρουν την εγκατάσταση των πρώτων οικογενειών στην περιτειχισμένη πόλη, την εποχή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, δηλαδή κατά τον 6ο αιώνα. Αποτελούσαν κοινότητα Ρωμανιωτών Εβραίων και είχαν ως γλώσσα επικοινωνίας την ρωμανιώτικη διάλεκτο της ελληνικής γλώσσας.
Τον 12ο αιώνα (εποχή Κομνηνών) μαρτυρείται η ύπαρξη μιας ανθούσας ελληνόφωνης κοινότητας Εβραίων.[1] Μετά την άφιξη Σεφαρδιτών εβραίων κυρίως από την Ισπανία κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας τον 17ο αιώνα, ορισμένοι εγκαταστάθηκαν στην πόλη της Καστοριάς. Επηρέασαν σε σημαντικό βαθμό τον τρόπο ζωής των υπαρχόντων Εβραίων της πόλης, λόγω της καλής οικονομικής κατάστασης και της μόρφωσής τους. Ενίσχυσαν την χρήση της δικής τους γλώσσας, ίδρυσαν τους δικούς τους χώρους λατρείας και ενίσχυσαν τις εμπορικές δραστηριότητες των μελών της κοινότητας.[2][3] Παρά την ενισχυμένη παρουσία των Σεφαριτιδών στις άλλες πόλεις της Μακεδονίας, στην Καστοριά οι Ρωμανιώτες Εβραίοι υπερτερούσαν.[4]
Οι Εβραίοι έμποροι της πόλης, πήγαιναν συχνά σε άλλες γειτονικές πόλεις, όπως στο Μοναστήρι, στην Οχρίδα και στην Κορυτσά για να πουλήσουν τα εμπορεύματά τους, ενώ κάθε Παρασκευή επέστρεφαν στην πόλη για να τα πουλήσουν στην τοπική αγορά. Οι σχέσεις των Εβραίων της πόλης με τους χριστιανούς και τους μουσουλμάνους κατοίκους ήταν αρμονικές κατά την διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας της.[5]
Τα προϊόντα που εξήγαγαν οι Καστοριανοί έμποροι στα πρώτα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν τα παστά ψάρια από την λίμνη της Καστοριάς και το κρασί.[6] Κατά την ύστερη οθωμανική περίοδο, σε αντίθεση με την Θεσσαλονίκη, όπου οι Εβραίοι έλεγχαν κατά μεγάλο βαθμό το εμπόριο της πόλης, στις υπόλοιπες πόλεις της Μακεδονίας, το ασκούσαν κυρίως οι Έλληνες.[7] οι Εβραίοι κάτοικοι της πόλης, ασχολούνταν εκείνη την περίοδο κυρίως με το εμπόριο, ενώ οι Έλληνες κάτοικοι ασχολούνταν με την επεξεργασία της γούνας και το εμπόριο γουνοφόρων παλτών.[8]
Ο περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή κατά την επίσκεψή του στην Καστοριά τον 17ο αιώνα, ανέφερε ότι στην πόλη υπερτερούσε το χριστιανικό στοιχείο, ενώ υπήρχαν 16 ελληνικές συνοικίες, τρεις μουσουλμανικές και μια εβραϊκή.[9] Οι σχέσεις των Εβραίων της πόλης με τους χριστιανούς και τους μουσουλμάνους κατοίκους ήταν αρμονικές κατά την διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας της κοινότητας στην πόλη.[10] Στην ενδυμασία των Εβραίων ανδρών της Καστοριάς συναντούμε το αντέρι, έναν τύπο ανδρικού χιτώνα που έμοιαζε με φαρδιά πουκαμίσα. Σε αντίθεση, η ενδυμασία αυτή σπάνιζε στους χριστιανικούς πληθυσμούς της επαρχίας του καζά της Καστοριάς.[8]
Κατά την διάρκεια της Κατοχής, η περιοχή πέρασε στην δικαιοδοσία της Ιταλίας το 1941. Καθώς βρίσκονταν στην ιταλική ζώνη κατοχής, οι Εβραίοι της Δυτικής Μακεδονίας δεν αντιμετώπισαν τις διώξεις που υπέστησαν οι εβραϊκές κοινότητες των υπολοίπων περιοχών της Ελλάδας που βρίσκονταν υπό γερμανική κατοχή. Αποτελούσαν μια ακμαία κοινότητα που αντιπροσώπευε το 10% των κατοίκων της πόλης και αριθμούσε κατά προσέγγιση 900 άτομα.[11][12]
Μετά την συνθηκολόγηση όμως της Ιταλίας τον Σεπτέμβριο του 1943, η περιοχή περνά στη γερμανική ζώνη κατοχής. Στις 24 Μαρτίου 1944, οι Εβραίοι κάτοικοι της πόλης συγκεντρώθηκαν από τις ναζιστικές δυνάμεις στη συνοικία του Αγίου Αθανασίου της πόλης και μεταφέρονται στη Θεσσαλονίκη, για να οδηγηθούν τελικά σιδηροδρομικώς στο στρατόπεδο εξόντωσης του Άουσβιτς στις 10 με 11 Απριλίου 1944.[13][14] Στις 7 Οκτωβρίου του 1944, σημειώνεται μια ανεπιτυχής εξέγερση στο Άουσβιτς, όπου βρίσκονταν και άλλοι Ελληνοεβραίοι, με την ανατίναξη ενός κρεματορίου.[15] Από αυτούς, μόνο 35 διασώθηκαν του Ολοκαυτώματος με το τέλος του πολέμου. Πάνω από το 96% των μελών της εβραϊκής κοινότητας της πόλης εξοντώθηκε.[13]
Η άλλοτε πολυπληθής εβραϊκή κοινότητα της Καστοριάς, δεν μπόρεσε ποτέ να ανασυσταθεί. Ελάχιστοι από τους παλαιούς Εβραίους κατοίκους της επέστρεψαν, ενώ μεγάλο μέρος της τοπικής κοινωνίας αγνοεί ότι κάποτε σε αυτή την πόλη κατοικούσε μία από τις πιο πολυπληθείς εβραϊκές κοινότητες της Μακεδονίας. Η συναγωγή της συνοικίας της Εβραΐδος γκρεμίστηκε στα μέσα του 20ου αιώνα, ενώ τα μόνα κτίσματα που μαρτυρούν την παρουσία των Εβραίων, είναι οι κατοικίες που διασώθηκαν στις συνοικίες που άλλοτε έμεναν και διατηρούσαν τις επιχειρήσεις τους. Την δεκαετία του 2000, στήθηκε μνημείο στο σημείο που συγκέντρωσαν τους Εβραίους οι Γερμανοί, όπου αναφέρεται το γεγονός της αποστολής των Καστοριανών Εβραίων στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης στις 24 Μαρτίου 1944.[10]
Πηγή:https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%99%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1_%CF%84%CF%89%CE%BD_%CE%95%CE%B2%CF%81%CE%B1%CE%AF%CF%89%CE%BD_%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD_%CE%9A%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%B9%CE%AC