Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021

Τετάρτη 9 Ιουνίου 2021

Οι ήπειροι: Ένα ταξίδι στην Αφρική

 

Γεωγραφία Στ΄ - Κεφ. 37 - Η θέση και το φυσικό περιβάλλον της Αφρικής

 

Παζλ με τον γεωμορφολογικό χάρτη της Αφρικης

 

preview20pieceAfriki-geo

Παζλ με τον πολιτικό χάρτη της Αφρικής

 

preview36pieceGstd37 africa politikos map

Πέμπτη 29 Απριλίου 2021

Τα Κόκκινα έθιμα της Μεγάλης Πέμπτης στην Καστοριά-Καλό Πάσχα!!

 Πανάρχαια έθιμα με ιδιαίτερη συμβολική σημασία αναβιώνουν το Πάσχα στην Καστοριά.

Τη Μεγάλη Πέμπτη, από το πρωί οι νοικοκυρές ξεκινούν τις προετοιμασίες για τον εορτασμό της Ανάστασης. Οι γυναίκες ζυμώνουν τις κουλούρες της Λαμπρής με διάφορα μυρωδικά και τις στολίζουν με ξηρούς καρπούς, σουσάμι και στολίδια από ζυμάρι.

Απλώνουν στα παράθυρα ή στο μπαλκόνι τους, κόκκινες βελέντζες και κόκκινα μαντίλια που συμβολίζει το αίμα και τη θυσία του Ιησού.

Όσο το κόκκινο πανί είναι κρεμασμένο στο μπαλκόνι ή το παράθυρο, οι γυναίκες δεν πλένουν, ούτε απλώνουν ρούχα, γιατί το θεωρούν κακό σημάδι. Βάφουν κόκκινα αυγά και ψήνουν τσουρέκια. Τα κόκκινα αυγά έχουν ιδιαίτερη σημασία. Το αυγό συμβολίζει τον τάφο του Χριστού που ήταν ερμητικά κλειστός- όπως το περίβλημα του αυγού- αλλά έκρυβε μέσα του τη «ζωή» αφού από αυτόν βγήκε ο Χριστός και αναστήθηκε.

Το κόκκινο έχει τις ρίζες του στην ιστορία που θέλει μία γυναίκα να μην πιστεύει την είδηση της Ανάστασης του Ιησού και να λέει: «Όταν τα αυγά που κρατώ θα γίνουν κόκκινα, τότε θα αναστηθεί και ο Χριστός. Και τότε αυτά έγιναν κόκκινα».

Αυτό το έθιμο καθιερώθηκε για πρώτη φορά στη βυζαντινή Αυλή από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο και τη μητέρα του Αγία Ελένη, με επίσημη τελετή που γινόταν το πρωί της Κυριακής του Πάσχα. Οι καλεσμένοι τσούγκριζαν με τον αυτοκράτορα και τη βασιλομήτορα τα αυγά και στη συνέχεια ακολουθούσε γεύμα στο πασχαλινό τραπέζι.

Το πρώτο κόκκινο αυγό η νοικοκυρά το βάζει στο εικονοστάσι, το χρησιμοποιεί για να ξορκίσει το κακό και τη γλωσσοφαγιά. Αυτό το αυγό θα χαλάσει, θα μείνει κούφιο, αλλά δεν θα μυρίσει ποτέ… είναι το ευλογημένο.

φωτογραφία Βασίλη Παπάζογλου




Χρόνια πολλά και καλή Ανάσταση !


Πηγή:http://mpetskas.com/?p=105700&fbclid=IwAR2lfyorkvlDbE37rXxaQLV5dBjV3Rutq4zbW-wQPjvggsJ_AuS6GYfTlWY

Πέμπτη 25 Μαρτίου 2021

Αθανάσιος Χριστόπουλος- "πρόδρομος ποιητής" του Δ. Σολωμού

 Ο Αθανάσιος Χριστόπουλος, ο «άλλος Ανακρέων» κατά τον Γεώργιο Σακελλάριο γεννήθηκε στην Καστοριά τον Μάιο του 1772 και απεβίωσε στο Βουκουρέστι 19 Ιανουαρίου 1847. Ήταν νομικός, ανώτατος δικαστικός, θεατρικός συγγραφέας, λόγιος, ποιητής και Φιλικός. Για το ποιητικό του έργο χαρακτηρίζεται «πρόδρομος» (μαζί με τον Ιωάννη Βηλαρά και τον Ρήγα Βελεστινλή) επειδή θεωρείται ότι, με τη χρήση της δημοτικής γλώσσας, άνοιξε νέους ποιητικούς δρόμους.

Το επιστημονικό του έργο περιλαμβάνει πραγματείες σε θέματα γλωσσικά, πολιτικά, φιλοσοφικά και φυσικών επιστημών, πολλές από τις οποίες όμως δεν έχουν σωθεί. Ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, ο Δημήτριος Βερναρδάκης, ο Εμμανουήλ Ροΐδης κ.α. μίλησαν με πολύ επαινετικά λόγια για τη λυρική του προσφορά και το 1891 ο Κωνσταντίνος Καβάφης έγραψε στιχούργημα με τίτλο Αθανάσιος Χριστόπουλος.

Ο Αθανάσιος Χριστόπουλος γεννήθηκε στην Καστοριά. Πραγματοποίησε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Λύκειο του Βουκουρεστίου, όπου είχε μεταναστεύσει ο κληρικός πατέρας το 1780,όταν ο Αθανάσιος ήταν οκτώ ετών, πιεζόμενος από οικονομική ένδεια αλλά και από τις συνθήκες δουλείας στην πατρίδα του. Πέρασε σχεδόν ολόκληρη τη ζωή του στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και μπορεί να θεωρηθεί Φαναριὠτης από  συγγένεια. Ολοκλήρωσε εκεί την βασική εκπαίδευση (είναι πιθανό να είχε δάσκαλο και τον Γρηγόριο Κωνσταντά) και συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Βούδας, όπου σπούδασε λατινική φιλολογία, φιλοσοφία και ιατρική, και στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβας, όπου σπούδασε νομικά.

Μετά το πέρας των σπουδών του επέστρεψε στο Βουκουρέστι και μπήκε στην αυλή του ηγεμόνα της Βλαχίας (και αργότερα της Μολδαβίας) Αλέξανδρου Μουρούζη, όπου αρχικά δίδασκε τα παιδιά του ηγεμόνα και αργότερα έγινε δικαστής και τιμήθηκε με τον τίτλο του «καμινάρη», ενώ παράλληλα ανέπτυξε και συγγραφική δραστηριότητα: έγραψε ένα θεατρικό έργο, τον Αχιλλέα και ένα από τα σημαντικότερα έργα του, τη Γραμματική της Αιολοδωρικής, ήτοι της ομιλουμένης τωρινής των Ελλήνων γλώσσας, στο οποίο υποστήριζε τη χρήση της δημοτικής, η οποία κατά την άποψή του ήταν κράμα της αρχαίας δωρικής και αιoλικής διαλέκτου.

Μετά το 1806 ο Χριστόπουλος ακολούθησε τον Μουρούζη στην Κωνσταντινούπολη, όταν εκείνος έχασε το αξίωμά του. Εκεί ήταν ευκολότερη η προσήλωσή του στο συγγραφικό έργο καθώς ήταν απαλλαγμένος από τα καθήκοντα του δικαστή και τα παιδιά του ηγεμόνα είχαν μεγαλώσει. Αυτή η εποχή ήταν πολύ γόνιμη: ανέλαβε τη σύνταξη ενός λεξικού της Νέας Ελληνικής, μαζί με άλλους λόγιους (Γρηγόριο Κωνσταντά, Άνθιμο Γαζή κ.α.) προσπάθησε να οργανώσει Πανεπιστήμιο στη Ζαγορά του Πηλίου, έγραψε μια πραγματεία σχετικά με την ύπαρξη κενού στην φύση, μια γλωσσολογική μελέτη Περί προφοράς, στην οποία προσπαθούσε να αναιρέσει τα επιχειρήματα του Εράσμου για την Προφορά της κλασικής Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας και μια πραγματεία Περί ποιητικής.

Η ζωή του Χριστόπουλου διαταράχθηκε το 1812, όταν ο ηγεμόνας Δημητράκης Μουρούζης, προστάτης των γραμμάτων, δολοφονήθηκε από τους Τούρκους. Διέφυγε τότε πάλι στο Βουκουρέστι, στην αυλή του ηγεμόνα Ιωάννη Καρατζά, όμως ένα μεγάλο τμήμα του έργου του (οι μελέτες για το κενό και την προφορά και το λεξικό που είχε ξεκινήσει) χάθηκε. Ο Ιωάννης Καρατζάς τον διόρισε εκ νέου δικαστή με τον τίτλο του Μεγάλου Λογοθέτη και του ανέθεσε να συντάξει νέα νομοθεσία για την Ηγεμονία της Βλαχίας. Ο Χριστόπουλος ασχολήθηκε συστηματικά με το έργο αυτό ἐως το 1816.

Το 1815 περίπου έγραψε ένα φιλοσοφικο-πολιτικό σύγγραμμα, τα Πολιτικά φροντίσματα, που διέπεται από τις αρχές του Νικολό Μακιαβέλι. Το έργο αυτό ήταν αφορμή για αρνητική κριτική εναντίον του και δεν τυπώθηκε ποτέ όσο ζούσε.

Το 1818 ο ηγεμόνας Ιωάννης Καρατζάς δραπέτευσε στην Δύση και ο Χριστόπουλος κατέφυγε στην πόλη Σιμπίνι της Τρανσυλβανίας. Εκεί μελέτησε και μετέφρασε έργα του Σέξτου Εμπειρικού και έγραψε τις μελέτες Στοιχείωσις της σκεπτικής φιλοσοφίας και Πολιτικά παράλληλα. Εκείνα τα χρόνια μυήθηκε και στην Φιλική Εταιρεία. Οι ειδήσεις για την δράση του ως Φιλικού και για την ζωή του κατά τα χρόνια της Επανάστασης είναι λιγοστές.

Μετά την απελευθέρωση ο Χριστόπουλος επισκέφθηκε την Ελλάδα το 1836, έμεινε όμως λιγότερο από ένα χρόνο και τελικά επέστρεψε στο Σιμπίνι όπου συνέχισε το συγγραφικό του έργο. Ασχολήθηκε κυρίως με την μετάφραση της Ιλιάδας, αρχικά σε ομοιοκατάληκτους και από το 1844 σε ανομοιοκατάληκτους στίχους και με τα Ελληνικά αρχαιολογήματα, εγχειρίδιο στο οποίο πραγματεύεται θέματα σχετικά με τα ελληνικά φύλα και τις αρχαίες διαλέκτους.

Ποιητικό έργο

Ο Χριστόπουλος σήμερα μνημονεύεται κυρίως για το ποιητικό του έργο, τη συλλογή Λυρικά που είχε γίνει πολύ δημοφιλής: κατά την διάρκεια της ζωής του εκδόθηκε 11 φορές (πρώτη έκδοση το 1811 στη Βιέννη). Τα ποιήματά του είναι σύντομες συνθέσεις επηρεασμένες από τον αρκαδισμό και τον ανακρεοντισμό (γι’ αυτό και τον αποκαλούσαν «Νέο Ανακρέοντα»), με κομψή στιχουργική και εύθυμη διάθεση, που συχνά όμως επικρίθηκε ως ψυχρή και επιφανειακή.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης οι μεταφράσεις του από την αρχαιοελληνική γραμματεία, μία μετάφραση της ραψωδίας Α΄ της Ιλιάδας και ποιημάτων της Σαπφούς. Τα Λυρικά του Χριστόπουλου ήταν κάποια από τα ποιήματα που μελέτησε ο Διονύσιος Σολωμός στην προσπάθειά του να διαμορφώσει την ποιητική του γλώσσα.

Το μεγάλο αποτύπωμα που άφησε ο Αθανάσιος Χριστόπουλος είναι η χρήση της νεοελληνικής γλώσσας. Επηρεασμένος από τα βόρεια ελληνικά ιδιώματα της Καστοριάς και κυρίως από το Κοζανίτικο ιδίωμα, καθώς ανατράφηκε από τους γονείς της μητέρας που κατάγονταν από την Κοζάνη, χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τη δημώδη γλώσσα, όπως ομιλούνταν, σε ποίηση αλλά και επιστημονικά συγγράμματα.

Δικαίως αποκαλείται ο πρώτος νεοέλληνας ποιητής, καθώς η γλώσσα που έγραψε μελετήθηκε και ενέπνευσε τους κατοπινούς μεγάλους ποιητές και πεζογράφους, όπως ο Διονύσιος Σολωμός.

Όταν στα τέλη του 1822 ο Σπυρίδων Τρικούπης επισκέφθηκε τη Ζάκυνθο, ο Διονύσιος Σολωμός του απήγγειλε στα ιταλικά την Ωδή Per Prima Messa. Αντί επαίνου, όπως φαίνεται από τα παρακάτω, ο Τρικούπης τον συμβούλεψε να γράφει στην νεοεληνική και τον προέτρεψε να μελετήσει Αθανάσιο Χριστόπουλο:

«Να, ιδε αυτό το στήθος/οπού πλέον το πικρό/με των σαϊτιών το πλήθος/το κατάντησε νεκρό (γ΄στροφή από το Αγκάλεσμα). Τώρα τάφος πλησιάζει/τώρα θάνατος φωνάζει/τώρα χάρος λυπηρός (από τα Γεράματα). Αυτά λοιπόν λαλώντας/μ΄αγκάλιασε το σώμα/και πρόσχαρα γελώντας/μ΄εφίλησε στό στόμα/και πέταγ΄υψηλά (Ερατώ- Α΄Ψάλτης).
Εχάθηκ΄ η αγάπη μου/σβήστηκε το φως μου/ο ήλιος εσκοτείνιασε/και μαύρισε εμπρός μου. /Μαυροφορέστε νάρκισσοι/
μαυροφορέστε κρίνοι/και κάθε άνθος δάκρυα/φαρμακωμένος χύνει. Θρήνος.
Καθαρότατες παρθένες/με κισσόν στεφανωμένες/εις τον τρύγο συναχθείτε/κι’αλαφρά ν’ασκουμπωθείτε. Τρύγος (Λυρικά))»

Για τον ιστορικό Γιάννη Κορδάτο, ο Χριστόπουλος «είναι ο ποιητής του σαλονιού. Οι στίχοι του δεν έχουν πλαστικότητα. Η ποίησή του δεν έχει βαθύτερο νόημα».

Πέραν του ποιητικού του έργου

Ο Χριστόπουλος ασχολήθηκε σοβαρά και με επιστημονικά θέματα. Η νομοθεσία του – η Σύνταξη του Κώδικα ιδιωτικού Δικαἰου – φέρει εμφανείς επιδράσεις από τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης και εισάγει νέους όρους, προκειμένου να ικανοποιήσει προβλήματα που έθετε η εμπορική και οικονομική ανάπτυξη των περιοχών.

Πριν από την έναρξη της Επανάστασης ανέλαβε από την Αλέξανδρο Υψηλάντη αποστολή της Φιλικής Εταιρείας στα Ιόνια νησιά. Για το λόγο αυτό κατέβηκε και έμεινε στη Ζάκυνθο δύο μήνες. Αργότερα εκλέχτηκε μέλος της επαναστατικής Επιτροπής στις Ηγεμονίες και σύμβουλος του αρχηγού της Επανάστασης. Ύστερα από μια αποτυχημένη προσπάθεια να εγκατασταθεί στην ελεύθερη Ελλάδα, αποσύρθηκε πάλι στην Τρανσυλβανία, όπου και έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του.

Εργογραφία

Γραμματική της Αιολοδωρικής, ήτοι της ομιλουμένης τωρινής των Ελλήνων γλώσσας, Βιέννη, 1805
Γραμματική περί της των οκτώ του λόγου μερών συντἀξεως
Δράμα ηρωικόν, Βιέννη, 1805. Η τραγωδία αυτή θα παιχτεί για πρώτη φορά στο Ιάσιο με τον τίτλο Αχιλλέας ή ο θάνατος του Πατρόκλου
Λυρικά, 1811 (πρώτη έκδοση, ακολούθησαν πολλές άλλες.)
Πολιτικά Παράλληλα, 1833
Ελληνικά Αρχαιολογήματα, 1853
Πολιτικά Σοφίσματα, ανέκδοτο.

πηγή:https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CE%B8%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%83%CE%B9%CE%BF%CF%82_%CE%A7%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82

Δευτέρα 15 Μαρτίου 2021

Ὁ βράχος καὶ τὸ κύμα - Αριστοτέλης Βαλαωρίτης -Συμβολικό ποίημα. Ο βράχος είναι ο κατακτητής Οθωμανός και το κύμα ο υπόδουλος Ελληνισμός. Μπορεί ο συμβολισμός του να μεταφερθεί και σε άλλα επίπεδα.

 Ὁ βράχος καὶ τὸ κύμα - Αριστοτέλης Βαλαωρίτης


«Μέριασε βράχε νὰ διαβῶ!» τὸ κύμα ἀνδρειωμένο

λέγει στὴν πέτρα τοῦ γυαλοῦ θολό, μελανιασμένο.
Μέριασε, μὲς στὰ στήθη μου, ποὖσαν νεκρὰ καὶ κρύα,
μαῦρος βοριὰς ἐφώλιασε καὶ μαύρη τρικυμία.

Ἀφροὺς δὲν ἔχω γι᾿ ἅρματα, κούφια βοὴ γι᾿ ἀντάρα,
ἔχω ποτάμι αἵματα, μὲ θέριεψε ἡ κατάρα
τοῦ κόσμου, ποὺ βαρέθηκε, τοῦ κόσμου, πού ῾πε τώρα,
βράχε, θὰ πέσης, ἔφτασεν ἡ φοβερή σου ἡ ὥρα!

Ὅταν ἐρχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο
καὶ σὄγλυφα καὶ σὄπλενα τὰ πόδια δουλωμένο,
περήφανα μ᾿ ἐκύτταζες καὶ φώναζες τοῦ κόσμου
νὰ δεῖ τὴν καταφρόνεση, ποὺ πάθαινε ὁ ἀφρός μου.

Κι ἀντὶς ἐγὼ κρυφὰ κρυφά, ἐκεῖ ποὺ σ᾿ ἐφιλοῦσα
μέρα καὶ νύχτα σ᾿ ἔσκαφτα, τὴ σάρκα σου ἐδαγκοῦσα
καὶ τὴν πληγὴ ποὺ σ᾿ ἄνοιγα, τὸ λάκκο πού ῾θε κάμω
μὲ φύκη τὸν ἐπλάκωνα, τὸν ἔκρυβα στὴν ἄμμο.

Σκύψε νὰ ἰδῆς τὴ ρίζα σου στῆς θάλασσας τὰ βύθη,
τὰ θέμελά σου τά ῾φαγα, σ᾿ ἔκαμα κουφολίθι.
Μέριασε, βράχε, νὰ διαβῶ! Τοῦ δούλου τὸ ποδάρι
θὰ σὲ πατήση στὸ λαιμό... Ἐξύπνησα λιοντάρι!»

Ὁ βράχος ἐκοιμότουνε. Στην καταχνιὰ κρυμμένος,
ἀναίσθητος σοῦ φαίνεται, νεκρός, σαβανωμένος.
Τοῦ φώτιζαν τὸ μέτωπο, σχισμένο ἀπὸ ρυτίδες,
τοῦ φεγγαριοῦ, ποὖταν χλωμό, μισόσβηστες ἀχτίδες.
Ὁλόγυρά του ὀνείρατα, κατάρες ἀνεμίζουν
καὶ στὸν ἀνεμοστρόβιλο φαντάσματα ἀρμενίζουν,
καθὼς ἀνεμοδέρνουνε καὶ φτεροθορυβοῦνε
τὴ δυσωδία τοῦ νεκροῦ τὰ ὄρνια ἂν μυριστοῦνε.

Τὸ μούγκρισμα τοῦ κύματος, τὴν ἄσπλαγχνη φοβέρα,
χίλιες φορὲς τὴν ἄκουσεν ὁ βράχος στὸν ἀθέρα
ν᾿ ἀντιβοᾶ τρομαχτικὰ χωρὶς κὰν νὰ ξυπνήσει,
καὶ σήμερα ἀνατρίχιασε, λὲς θὰ λιγοψυχήσει.
«Κῦμα, τὶ θέλεις ἀπὸ μὲ καὶ τὶ μὲ φοβερίζεις;
Ποιὸς εἶσαι σὺ κι ἐτόλμησες, ἀντὶ νὰ μὲ δροσίζεις,
ἀντὶ μὲ τὸ τραγούδι σου τὸν ὕπνο μου νὰ εὐφραίνεις,
καὶ μὲ τὰ κρύα σου νερὰ τὴ φτέρνα μου νὰ πλένεις,
ἐμπρός μου στέκεις φοβερό, μ᾿ ἀφροὺς στεφανωμένο;
Ὅποιος κι ἂν εἶσαι μάθε το, εὔκολα δὲν πεθαίνω!»

«Βράχε, μὲ λένε Ἐκδίκηση. Μ᾿ ἐπότισεν ὁ χρόνος
χολὴ καὶ καταφρόνεση. Μ᾿ ἀνάθρεψεν ὁ πόνος.
Ἤμουνα δάκρυ μιὰ φορὰ καὶ τώρα κοίταξέ με,
ἔγινα θάλασσα πλατιά, πέσε, προσκύνησέ με.
Ἐδῶ μέσα στὰ σπλάγχνα μου, βλέπεις, δὲν ἔχω φύκη,
σέρνω ἕνα σύγνεφο ψυχές, ἐρμιὰ καὶ καταδίκη,
ξύπνησε τώρα, σὲ ζητοῦν τοῦ ἄδη μου τ᾿ ἀχνάρια...
Μ᾿ ἔκαμες ξυλοκρέβατο... Μὲ φόρτωσες κουφάρια...
Σὲ ξένους μ᾿ ἔριξες γιαλούς... Τὸ ψυχομάχημά μου
τὸ περιγέλασαν πολλοὶ καὶ τὰ πατήματά μου
τὰ φαρμακέψανε κρυφὰ μὲ τὴν ἐλεημοσύνη.
Μέριασε βράχε, νὰ διαβῶ, ἐπέρασε ἡ γαλήνη,
καταποτήρας εἶμαι ἐγώ, ὁ ἄσπονδος ἐχθρός σου,
γίγαντας στέκω ἐμπρός σου!»

Ὁ βράχος ἐβουβάθηκε. Τὸ κῦμα στὴν ὁρμή του
ἐκαταπόντησε μεμιᾶς τὸ κούφιο τὸ κορμί του.
Χάνεται μὲς τὴν ἄβυσσο, τρίβεται, σβήεται, λιώνει
σὰ νἆταν ἀπὸ χιόνι.
Ἐπάνωθέ του ἐβόγγιζε γιὰ λίγο ἀγριεμένη
ἡ θάλασσα κι ἐκλείστηκε. Τώρα δὲν ἀπομένει
στὸν τόπο ποὖταν τὸ στοιχειό, κανεὶς παρὰ τὸ κῦμα,
ποὺ παίζει γαλανόλευκο ἐπάνω ἀπὸ τὸ μνῆμα.

Ισότητες και ανισότητες

 

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ -(ντοκιμαντέρ - Η μηχανή του χρόνου)